- οβελιστής
- οαυτός που σημειώνει τη νοθεία κειμένου με οβελό (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οβελιστής — ο [οβελίζω] 1. γραμματικός που επισημαίνει με οβελό, με σημείο μη γνησιότητας, νόθο χωρίο αρχαίου κειμένου και επομένως αυτός που χαρακτηρίζει ως μη γνήσιο ένα χωρίο ή μια λέξη αρχαίου κειμένου 2. αυτός που ψήνει σε σούβλα … Dictionary of Greek